Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ προὔχοντες

См. также в других словарях:

  • προὔχοντες — προέχοντες , προέχω hold before pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προύχοντες — προέχοντες , προέχω hold before pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… …   Dictionary of Greek

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Μιάνι, Τζοβάνι — (Giovanni Miani, 1332 – 1399). Ενετός ναύαρχος και διοικητής της Κέρκυρας. Από το 1383 διετέλεσε ναύαρχος του ενετικού στόλου που βρισκόταν στο Ιόνιο πέλαγος. Την ίδια εποχή η Κέρκυρα, που είχε κάποια αυτοδιοίκηση, ζήτησε να ενταχτεί στη Βενετία… …   Dictionary of Greek

  • Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»