-
1 προύχοντες
-
2 προὔχοντες
-
3 προύχοντες
προέχοντες, προέχωhold before: pres part act masc nom /voc pl -
4 δύναμις
A power, might, in Hom., esp. of bodily strength,εἴ μοι δ. γε παρείη Od. 2.62
, cf. Il.8.294;οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες Od.20.237
;ἡ δ. τῶν νέων Antipho 4.3.2
, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787; in Prose,παρὰ δ. τολμηταί Th.1.70
, etc.;ὑπὲρ δ. D.18.193
; opp. κατὰ δ. as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op. 336
);εἰς δύναμιν Cratin. 172
, Pl.R. 458e, etc.;πρὸς τὴν δ. Id.Phdr. 231a
.2 outward power, influence, authority, A.Pers. 174 (anap.), Ag. 779 (lyr.);καταπαύσαντα τὴν Κύρου δ. Hdt.1.90
;δυνάμει προὔχοντες Th.7.21
, etc.; ἐν δ. εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29.3 force for war, forces,δ. ἀνδρῶν Hdt.5.100
, cf. Pl.Mx. 240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.;δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12
; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al.4 a power, quantity,χρημάτων δ. Hdt.7.9
.ά.5 means,κατὰ δύναμιν Arist.EE 1243b12
; opp. παρὰ δ., 2 Ep.Cor.8.3;κατὰ δ. τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17
(Aug.).II power, faculty, capacity,αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δ. Hp.VM14
;αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht. 185e
;ἡ τῆς ὄψεως δ. Id.R. 532a
;ἡ τῶν λεγόντων δ. D.22.11
: c. gen. rei, capacity for, ;τοῦ λέγειν Id.Rh. 1362b22
; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94;δ. στρατηγική Plb.1.84.6
;δ. ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5
;δ. συνθετική D.H.Comp.2
: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM 1183b28.2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA 646a14; ἡ τοῦ θερμοῦ δ.ib. 650a5;θερμαντικὴ δ. Epicur.Fr.60
, cf. Polystr.p.23 W.b property, quality,ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13
, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; esp. of the natural properties of plants, etc., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power,τῆς γῆς Id.Oec.16.4
;μετάλλων Id.Vect.4.1
: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; περὶ φυσικῶν δ., title of work by Galen.c in pl., agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W.d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W.e in Music, function, value, of a note in the scale,δ. ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14
, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5.3 faculty, art, or craft, Pl.R. 532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN 1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δ. σκεπτική the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1.4 a medicine, Timostr.7, etc.;δ. ἁπλαῖ Hp.Decent.9
, Aret.CD1.4, etc.;δ. πολυφάρμακοι Plu.2.403c
, Gal.13.365: in pl., collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33.b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δ., title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al.IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality ([etym.] ἐνέργεια), Arist.Metaph. 1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as Adv., virtually,ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει.. ἐστί D.3.15
; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo. 86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph. 193b8, al.V Math., power,κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δ. Id.Metaph. 1019b33
; usu. second power, square, κατὰ δύναμιν in square, Pl.Ti. 54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δ. σύμμετροι commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22... + 102, Theol.Ar.64.3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος)δ. ἑξάς Ph.1.3
, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33.VI concrete, powers, esp. of divine beings,αἱ δ. τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4
, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δ., of God, Secund.Sent.3.VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναμις
-
5 προέχω
προέχω, [var] contr. [full] προὔχω, as always in Hom., exc. Od.12.11 (v. infr. B), also in S. and Th.: [tense] fut. προέξω: [tense] aor. προέσχον, [voice] Med. προεσχόμην, προὐσχόμην, cf. προΐσχω:—A hold before,τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς Ar.Nu. 989
; esp. so as to protect another,τὼ χεῖρε π. X.Cyr.2.3.10
:—[voice] Med., hold before oneself, ; hold out before one,πρὸ δούρατ' ἔχοντο Il.17.355
, cf. Hdt.2.42; προὐσχόμην σε held you out as a child (to do your needs), Ar.Nu. 1385.2 metaph. in [voice] Med., put forward as a pretext,τάδ' ἂν προὔχοιο S.Ant.80
; ὅπερ μάλιστα προὔχονται εἰ καθαιρεθείη, μὴ ἂν γίγνεσθαι τὸν πόλεμον the cancellation of which is the chief consideration in return for which they pretend that war would not occur, Th.1.140.II to be possessed or informed of a thing beforehand,π. τῶν Ἀθηναίων οὐ φιλίας γνώμας Hdt.9.4
, cf. D.S.31.27, D.C. 43.3.2 have before, ἃ προεῖχεν μισθῷ ὁ.. Πτολεμαῖος had hitherto on lease, BGU889.9 (ii A.D.), cf. Sammelb.5672.5 (ii A.D.), etc.; εἰς τοῦτο ὑπολόγησον ὃ προέχουσι what they have already received, PPetr.2p.32(iii B.C.): abs., ὁ προέχων the first recipient, Arist.EN 1164b9.B intr., jut out, project, in Hom. in a local sense, of headlands, towers, hills,ὅθ' ἀκρότατος πρόεχ' ἀκτή Od.12.11
, cf. 10.90;ἐπ' ἠϊόνας προὐχούσας 6.138
;πύργῳ ἐπὶ προὔχοντι Il.22.97
;ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ Od.19.544
;ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον Hdt.4.177
, cf. Th. 4.109,6.97;τὸ προὔχον τῆς ἐμβολῆς Id.2.76
: generally, project, c. gen.,προέχουσα κάρης εὐρεῖα καλύπτρη Call.Fr. 125
.II in running, to be the first, have the start, Il.23.325: c. gen., ἡμέρης ὁδῷ π. τῶν Περσέων keep ahead of them by a day's march, Hdt.4.120; προέχων τῶν ἄλλων [ ὁ ἵππος] getting before the rest, Id.9.22; τῇ κεφαλῇ π. beat by a head, in racing, X.Cyr.4.3.16: of Time, προεῖχε [ ἡ τριήρης] ἡμέρᾳ καὶ νυκτί started first by.., Th.3.49;π. εἴκοσιν ἔτεσιν Pl.Lg. 879c
: metaph., have the advantage of,τινὸς τῷ διπλασίῳ Antipho3.3.2
.2 of rank, c. gen., δήμου προὔχουσιν they are the first or chief of the people, h.Cer. 151; τοῦ Δωρικοῦ, τοῦ Ἰωνικοῦ [ γένεος], Hdt.1.56: abs., to be superior, Th.1.39, 3.82; to all that is eminent,Id.
3.84; οἱ προὔχοντες the chief men, Id.5.17; οἱ π. [ βίοι] the principal kinds of lives, Arist.EN 1095b18.3 surpass, excel, Th.7.66: freq. c. gen., τὸ Ἄργος π. ἅπασι τῶν ἐν τῇ.. χώρῃ in all things, Hdt.1.1, cf. 32; (lyr.);πολὺ προὔχουσα θεάων Call.Del. 218
;π. αὐτέων τοσοῦτον ὅσον.. Hdt.2.136
;πολλῷ π. Id.3.82
; π. δυνάμει, πλήθει καὶ ἐμπειρίᾳ, Th.1.18, 121;τοσοῦτον ἐκείνων μεγέθει π. Luc.Musc.Enc.1
: also π. τινὸς τιμήν to be preferred to him in honour, S.Ant. 208;π. ἔν τινος λαμπρότητι Th.6.16
;μικρὸν π. ἐν τοῖς μεγάλοις μᾶλλον ἢ πολὺ διαφέρειν ἐν τοῖς μικροῖς Isoc.10.5
;κατά τι Luc.Am.30
.b rarely c. acc. pers., X.An.3.2.19(nisi secl. [ ἡμᾶς]):—[voice] Pass., to be excelled,οὐθὲν π. ὑπὸ τοῦ Διός Plu.2.1038d
; to be in worse case, Ep.Rom.3.9.III impers., οὔ τι προέχει it is of no advantage, c. inf., Hdt.9.27.
См. также в других словарях:
προὔχοντες — προέχοντες , προέχω hold before pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύχοντες — προέχοντες , προέχω hold before pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Μιάνι, Τζοβάνι — (Giovanni Miani, 1332 – 1399). Ενετός ναύαρχος και διοικητής της Κέρκυρας. Από το 1383 διετέλεσε ναύαρχος του ενετικού στόλου που βρισκόταν στο Ιόνιο πέλαγος. Την ίδια εποχή η Κέρκυρα, που είχε κάποια αυτοδιοίκηση, ζήτησε να ενταχτεί στη Βενετία… … Dictionary of Greek
Παπαφλέσσας-Δικαίος, Γρηγόριος — (Πολιανή Αρκαδίας 1788 – Μανιάκι 1825). Ήρωας της Επανάστασης του 1821. Εικοστό όγδοο παιδί μιας μέσης αγροτικής οικογένειας (των Φλεσσαίων ή Δικαίων), ο Π. φοίτησε για μερικά χρόνια στη φημισμένη τότε σχολή της Δημητσάνας. Χειροτονήθηκε κατόπιν… … Dictionary of Greek
Αιγύπτιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους γέροντες προύχοντες της Ιθάκης, που πήρε πρώτος τον λόγο όταν ο Τηλέμαχος συγκάλεσε την πρώτη συνέλευση των αρχόντων. Ένας από τους γιους του, ο Ευρύνομος, ήταν ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης και σκοτώθηκε … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
δυνάστης — (dynastes). Γένος μεγάλων σκαραβαίων της τροπικής Αμερικής. Ανήκει στην οικογένεια των σκαραβαιιδών και είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα κολεόπτερα έντομα. Το έντομο αυτό παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά φυλετικού διμορφισμού (βλ. λ.). Το αρσενικό … Dictionary of Greek